Σκοπός της παρούσας μελέτης δεν είναι η πλήρης ιστορική αναδρομή και εννοιολογική αποσαφήνιση της «προπαγάνδας», αλλά μέσα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή, η παράθεση ενός ευρύτερου προβληματισμού αναφορικά με τις προπαγανδιστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην δύσκολη εποχή της πανδημίας που διανύουμε, τους σκοπούς (θεμιτούς ή αθέμιτους) και τις επιδιώξεις των τεχνικών που επιλέγονται, με σκοπό την γενικότερη επαγρύπνησής μας.
Ποια είναι η έννοια της προπαγάνδας;
Η προπαγάνδα αντιμετωπίζεται στις μέρες μας υποτιμητικά ή και αρνητικά, ωστόσο ο όρος «προπαγάνδα» έχει μια μακρά ιστορία, με αποτέλεσμα η ακριβής της έννοια να αμφισβητείται και να μην υπάρχει σήμερα ένας συγκεκριμένος κοινά αποδεκτός ορισμός [1]. Έτσι η προπαγάνδα εμφανίζεται το πρώτον στην αρχαία Ελλάδα ως μία ουδέτερη έννοια, η οποία μπορούσε να είναι είτε καλή (πληροφόρηση, διάδοση ιδεών, ρήτορες), είτε κακή (διαστρέβλωση της έννοιας των γεγονότων, εξυπηρέτηση εγωιστικών σκοπών, δημαγωγοί) [2]. Ωστόσο, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η «προπαγάνδα» φορτίστηκε με μία αρνητική χροιά, ώστε πλέον να θεωρείται ως ένα όπλο με σκοπό τον βιασμό της ανθρώπινης σκέψης.
Ο ίδιος ο Α. Χίτλερ, προσδίδοντας το σημερινό αρνητικό περιεχόμενο στην έννοια της «προπαγάνδας» είχε πει χαρακτηριστικά: «Χάρις στην Προπαγάνδα πήραμε την εξουσία. Αυτή μας επέτρεψε να την διατηρήσουμε. Και αυτή θα μας δώσει την δυνατότητα να κατακτήσουμε τον κόσμο. Η Προπαγάνδα είναι το τρομερότερο πολεμικό όπλο στα χέρια εκείνου πού ξέρει να την χρησιμοποιεί». Ο Υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς, άριστος χειριστής του λόγου, με εκδηλώσεις και δημόσιες ομιλίες, όπου κυριαρχούσε η επίκληση στο συναίσθημα, κατόρθωσε να χειραγωγήσει τους Γερμανούς πολίτες και να τους πείσει για την ορθότητα των πολιτικών και επεκτατικών σχεδιασμών του Χίτλερ και εν τέλει να ενσαρκώσει τη ναζιστική προπαγάνδα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο «γκαιμπελικός» για να αναφερθούμε στη χρήση της άθλιας παραπληροφόρησης, στις συκοφαντίες και στην αθέμιτη προπαγάνδα.
Ωστόσο ένας αρκετά πλήρης και αντικειμενικός προσδιορισμός της έννοιας της «προπαγάνδας» δόθηκε από τον R.A. Nelson [3] σύμφωνα με τον οποίο «η προπαγάνδα είναι η συστηματική μορφή μίας εμπρόθετης πειθούς που προσπαθεί να ασκήσει επίδραση στα συναισθήματα, τις συμπεριφορές, τη γνώμη και τις πράξεις συγκεκριμένων κοινών για ιδεολογικούς, πολιτικούς, ή εμπορικούς σκοπούς, μέσω της ελεγχόμενης μετάδοσης μονόπλευρων μηνυμάτων (που μπορεί να αντιστοιχούν ή να μην αντιστοιχούν σε πραγματικά γεγονότα) μέσω μαζικών και άμεσων καναλιών επικοινωνίας» [4]. Σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό συστατικά στοιχεία της έννοιας της προπαγάνδας είναι η πρακτική, δηλαδή η διεξαγωγή της με τρόπο επιστημονικό («συστηματική μορφή») και η επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στον εκμαυλισμό των μαζών, στον έλεγχο και στη χειραγώγησή τους.
Πράγματι, η προπαγάνδα αποτέλεσε αντικείμενο ευρείας πρακτικής αλλά και επιστημονικής μελέτης, ενώ η ραγδαία ανάπτυξή της σχεδόν συνέπεσε χρονικά με τη διατύπωση της θεωρίας της ψυχανάλυσης από τον Freud, ο οποίος αντιμετώπιζε την ανθρώπινη συμπεριφορά ως υποκινούμενη από τα «βασικά ένστικτα» της ανθρώπινης επιβίωσης και της αναζήτησης της ικανοποίησης («έρως»). Ο ανιψιός του ο Edward Bernays [5], ένθερμος υποστηρικτής των θεωριών του Freud, αντιλήφθηκε πρώτος ότι ο καλύτερος τρόπος για να μεταπείσεις κάποιον δεν είναι να απευθυνθείς στη λογική του, αλλά στα ασυνείδητα ένστικτά του, τα οποία είναι κοινά σε κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως της πνευματικότητάς του. Έκτοτε η εξέλιξη των τεχνικών της προπαγάνδας βασίστηκε στα πορίσματα των ανθρωπογνωστικών επιστημών και δη στην επιστημονική μελέτη των προδιαθέσεων, των αναγκών και της συμπεριφοράς του ανθρώπου, τα οποία είναι κοινά και σχεδόν ταυτόσημα σε όλους μας. Οι τεχνικές λοιπόν της «προπαγάνδας» είναι επιστημονικές και είναι αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας.
Η ύπαρξης συγκεκριμένης σκοπιμότητας στον προπαγανδιστή είναι το έτερο βασικό εννοιολογικό στοιχείο της «προπαγάνδας» και ως προς αυτό διαφοροποιείται από άλλες μορφές συνηγορίας. Συγκεκριμένα ο σκοπός του προπαγανδιστή έγκειται στον προσηλυτισμό μέσω της σύγχυσης και της εξαπάτησης και όχι μέσω της πειθούς και της κατανόησης. Επομένως, για την προπαγάνδα, η ουδέτερη παροχή πληροφορίας για χάριν της αλήθειας ή της ενημέρωσης είναι το παραπέτασμα των «ύπουλων» τεχνικών της. Ιδεωδώς στόχος των προπαγανδιστικών τεχνικών είναι να μετατρέψουν τον πολίτη από απλό, παθητικό λήπτη της πληροφορίας σε αναζητητή της και στην καλύτερη περίπτωση σε καθοδηγητή της «κοινής γνώμης» [6].
Ποιες οι τεχνικές της προπαγάνδας;
Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ένας προπαγανδιστής έχουν ως στόχο να υφαρπάξουν την προσοχή του ατόμου και μέσα από λογικές αντιφάσεις και σφάλματα, υπεκφυγές και γενικεύσεις, υπεραπλουστεύσεις και ψευτοεκλογικεύσεις, να «μπλοκάρουν» ολοσχερώς το σύστημα της λογικής λειτουργίας και επεξεργασίας πληροφοριών του ανθρώπινου νου και να τον οδηγήσουν σε μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, που οι επιστήμονες αποκαλούν «ψυχοπαθολογική βλακεία».
Έτσι, τα προπαγανδιστικά μηνύματα υποπίπτουν συνήθως σε μια μονοδιάστατη παρουσίαση μιας κατάστασης ως «άσπρο-μαύρο» ή ως «εχθρός-φίλος», στοχεύοντας στη δημιουργία πόλωσης στις μάζες. Οι προπαγανδιστές απορρίπτουν τη «μέση λύση» και οποιαδήποτε ενδιάμεση κατάσταση ή «γκρίζα» περιοχή που υπάρχει σε κάθε πολιτισμένη αντιμετώπιση μιας κατάστασης. Έτσι, επί παραδείγματι στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), ο «εχθρός» του κράτους δεν ήταν η «μπουρζουαζία», αλλά οι «κομμουνιστές συμμορίτες», και δεν αναγνωριζόταν σε κανέναν πολίτη η δυνατότητα να μείνει ουδέτερος σε αυτόν τον ιδεολογικό πόλεμο πεποιθήσεων.
Με αυτή την τεχνική συνδέεται η τεχνική της «δαιμονοποίησης του εχθρού» αλλά και των πηγών στις οποίες στηρίζεται ο εχθρός. Έτσι ο αντίπαλος εμφανίζεται εκ φύσεως ανήθικος ή υπάνθρωπος και οι πηγές στις οποίες στηρίζεται αναξιόπιστες και λαθεμένες. Στην τελευταία περίπτωση, κάθε φορά που μια αφήγηση ή μία προσέγγιση ενός ζητήματος εκφεύγει από την προπαγανδιστικά «ορθή άποψη», ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που στοχεύει στη δυσφήμιση και στην με κάθε τρόπο απαξίωση των υποκειμένων που εκφράζουν την αντίθετη άποψη ή των πηγών στις οποίες τα υποκείμενα αυτά στηρίχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό η προπαγάνδα συνδέεται με την λογοκρισία ως προς τους εξυπηρετούμενους στόχους, καθώς εμποδίζει την μετάδοση αντίθετων απόψεων και ιδεολογιών, αντί να ελέγχει τη μετάδοση μόνο «εγκεκριμένων πληροφοριών».
Προς έναν έμμεσο τρόπο λογοκρισίας, στοχεύει και μία άλλη προπαγανδιστική τεχνική που βασίζεται στην παράκαμψη της επαλήθευσης ορισμένων βασικών προϋποτιθέμενων απόψεων, στις οποίες βασίζεται ο ισχυρισμός ή επιχείρημα της προπαγάνδας. Ο προπαγανδιστής αποτρέπει το κοινό να συναντηθεί με την πληροφορία, διασπείροντας ψευδείς ειδήσεις ή αποσιωπόντας ένα μέρος της αλήθειας, η οποία δε συνάδει με τον βασικό ισχυρισμό του.
Στον αντίποδα της προαναφερθείσας τεχνικής της «δαιμονοποίησης» του αντιπάλου βρίσκεται η τεχνική της «προσωπολατρίας», δηλαδή της ηρωοποίησης ή ακόμα και της ιεροποίησης του αρχηγού ή του ηγέτη που φέρει την «προπαγανδιστική αλήθεια». Η τεχνική αυτή συνδέεται με την τάση του ανθρώπου υπακούει με δουλοπρέπεια όταν αισθάνεται ότι η εξουσία κάποιου είναι ισχυρή.
Όπως ορθά επισημαίνει ο G. Le Bon [7] «Ο τύπος του ήρωα που αγαπούν οι μάζες, θα έχει πάντα τη μορφή ενός Καίσαρα. Η λάμψη του τις θέλγει, η εξουσία του τους επιβάλλεται, και το σπαθί του τους τρομάζει.». Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει και ο Μακιαβέλι στο διάσημο έργο του «Ο Ηγεμών» ο αρχηγός ή ο ηγέτης θα πρέπει να εμφανίζεται ως τίμιος (θεωρία του «Φαίνεσθαι») και προικισμένος με αρετές που θαυμάζει το πλήθος. Μη ξεχνάμε ότι οι μάζες έχουν συντηρητικά ένστικτα και μία φετιχιστική προσήλωση στις παραδόσεις που δεν τους επιτρέπει να συγχωρούν την ανηθικότητα και την έλλειψη γενικά παραδεδεγμένων αρετών.
Μία άλλη «τεχνική» της προπαγάνδας είναι η χρήση και η διαρκής επανάληψη («μέχρι ναυτίας») του ίδιου επιχειρήματος, της ίδιας ιδέας με τη μορφή σλόγκαν, μέχρι να γίνει πιστευτό από τον «απλό λαό» και συναισθηματικά οικείο. Αυτή η τεχνική λειτουργεί αποτελεσματικότερα όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι περιορισμένα και ελεγχόμενα.
Επίσης, η τεχνική της «κόκκινης ρέγκας» [8] που σκοπό έχει να δημιουργήσει ένταση γύρω από ένα ζήτημα το οποίο είναι παντελώς άσχετο με το μείζων ζήτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη, αποπροσανατολίζοντάς την. Το δευτερεύον και άνευ σημασίας θέμα δημιουργεί τη ψευδή εντύπωση ότι τα εν λόγω επιχειρήματα επαληθεύουν και επικυρώνουν την άποψη του προπαγανδιστή, συνήθως βάλλοντας την αξιοπιστία και την ηθική ακεραιότητα του αντιπάλου.
Βασική τεχνική της προπαγάνδας είναι η άσκηση έλξης των κοινών μέσω επίκλησης κάποιας αυθεντίας, ενός ανθρώπου ή μιας Επιτροπής με κύρος. Το κύρος είναι, κατ’ ουσίαν ένα είδος γοητείας που ασκεί στο πνεύμα του «κοινού ανθρώπου» ένα άτομο, ένα έργο ή μια θεωρία, προκαλώντας του αισθήματα ανεξήγητα, ανάλογα με αυτά που υφίστανται σε ένα μαγνητισμένο υποκείμενο, παραλύοντας με τον τρόπο αυτό η αντικειμενικότητα της κρίσης του [9]. Σημαντικό για την προπαγάνδα είναι η επίκληση της αυθεντίας να προέρχεται από τον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος και όχι γενικά και αόριστα. Αντεστραμμένη τεχνική της επίκλησης στην αυθεντία κάποιου είναι να επιτίθεται κανείς στο πρόσωπο του αντιπάλου, αντί να εστιάζει σε έλλογα μία κριτική ως προς τα επιχειρήματά του. Αυτό στην λατινική ρητορική γραμματεία ονομαζόταν «επιχείρημα ad hominem»[10].
Η άσκηση έλξης στις μάζες μέσω της επίκλησης φόβου, τον εμποτισμό τους με άγχη και πανικό είναι μία άλλη τεχνική της προπαγάνδας. Τον σκοπό αυτό συνήθως εξυπηρετεί η δημιουργία ενός «κοινού εχθρού». Ο κοινός εχθρός αποπροσανατολίζει την κοινωνία και αποδυναμώνει την ικανότητα των πολιτών για μαζική και συντονισμένη αντίδραση.
Άλλο τέχνασμα που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα είναι η προσπάθεια σύνδεσης του «κοινού-στόχου» με την άποψη ή την πράξη η οποία παρουσιάζεται ως κοινά αποδεκτή, ως μία άποψη ή πράξη που «ακολουθούν όλοι οι άλλοι». Στην άκριτη υιοθέτηση μιας άποψης από το άτομο απουσιάζει η ευθύνη, καθώς κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον για κάτι «που κάνουν όλοι». Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται στο άτομο η αίσθηση μιας στιγμιαίας εξουσίας η οποία οφείλεται στη μάζα, στο πλήθος και έτσι το άτομο πιστεύει ότι βρίσκεται με την πλευρά των νικητών. Επί παραδείγματι η κομμουνιστική προπαγάνδα απεικόνιζε συχνά το πολιτικό καθεστώς με τρόπο που υποδήλωνε ότι απολάμβανε την άνευ όρων στήριξη όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Για τον σκοπό αυτό, ένα ολόκληρο τμήμα της προπαγάνδας αφιερώθηκε στην επινόηση δημοτικών τραγουδιών που εξυμνούσαν τον «νέο» σοσιαλιστικό τρόπο ζωής.
Ο «συνειρμισμός» είναι τέλος μία τεχνική κατά την οποία προβάλλονται κάποιες θετικές ή αρνητικές ποιότητες ενός προσώπου, ομάδας ή μιας μεγάλης ιδέας (π.χ. πατριωτισμός) σε κάποιο άλλο πρόσωπο, ομάδα ή ιδέα, ούτως ώστε να γίνει αυτό το δεύτερο περισσότερο αποδεκτό ή αντιθέτως πιο απαξιωτικό [11]. Αυτή η τεχνική συχνά χρησιμοποιεί εποπτικό, οπτικό υλικό και σύμβολα τα οποία χρησιμοποιούνται για να μεταφερθεί η συγκινησιακή ενέργεια από το «υψηλότερο» σύμβολο σε εκείνο με τη λιγότερη αίγλη. Τέτοια παραδείγματα είναι η χρήση της σβάστικας στη χιτλερική Γερμανία ως σύμβολο που επιδείκνυε τη ρώμη και την ευφορία [12].
Είναι αποδεκτή η προπαγάνδα τον καιρό της πανδημίας του Covid-19;
Σε περιόδους πολέμου, η ενημέρωση του κοινού δε στοχεύει απλά στην διάδοση αντικειμενικών γεγονότων γύρω από ένα ζήτημα, αλλά στην εξασφάλιση της έμπρακτης υποστήριξης και αποδοχής ή αποδοκιμασίας της κρατούσας άποψης. Χρησιμοποιείται επομένως η προπαγάνδα με το θετικό της περιεχόμενο καθώς στόχος της είναι να συσπειρώσει έναν λαό απέναντι σε έναν κοινό εχθρό.
Η εποχή της πανδημίας που διανύουμε, η οποία έχει αναστείλει αναμφίβολα την καθημερινότητά μας, επιτάσσοντάς μας πολλούς περιορισμούς στην ενάσκηση των δικαιωμάτων μας και στην απόλαυση των ελευθεριών μας, έχει χαρακτηρισθεί εύγλωττα από πολλούς ως ένας «πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό». Και ένας «πόλεμος» επικοινωνιακά δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί με τη χρήση τεχνικών προπαγάνδας, προκειμένου να συσπειρώσει τον λαό στην αντιμετώπιση του.
Έτσι σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας επιχειρήματα βασισμένα σε εσφαλμένες προκείμενες που διατυπώθηκαν πλειστάκις στον Τύπο και στα κοινωνικά δίκτυα με μη συγκρίσιμες «συγκρίσεις» αναφορικά κυρίως με την πορεία της πανδημίας, πέτυχαν να πείσουν το κοινό ότι η Κυβέρνηση έχει υιοθετήσει τα καταλληλότερα και αποτελεσματικότερα μέτρα αντιμετώπισης σε σχέση με γείτονες χώρες, εμψυχώνοντας τον ελληνικό λαό [13].
Προς το σκοπό της συσπείρωσης του ελληνικού λαού για την αντιμετώπιση του αόρατου κοινού εχθρού, γίνεται χρήση και άλλων τεχνικών θεμιτής προπαγάνδας, όπως χρήση του αποδεκτού προτύπου πολίτη που έχει «ατομική υπευθυνότητα» και #menoume_spiti. Αυτός ο ατομικά υπεύθυνος πολίτης συγκρούστηκε με τον τύπο του ανεύθυνου συνωμοσιολόγου που όχι μόνο τόλμησε να υιοθετήσει μια άποψη διαφορετική από την κρατούσα και κοινωνικά αποδεκτή, αλλά ενδεχομένως τόλμησε να αναζητήσει άλλες απόψεις. Σύμβολο της ατομικής υπευθυνότητας έγινε η μάσκα, η ορθή χρήση της οποίας είναι ικανή αφ’ εαυτή να ανυψώσει τον πολίτη στο βάθρο της «κοινωνικής υπευθυνότητας». Οι «αντιφρονούντες» που φορούν λαθεμένα τη μάσκα (π.χ. κάτω από τη μύτη) καταδικάζονται σε κοινωνική απομόνωση και λαϊκή κατακραυγή.
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, η λίστα των προπαγανδιστικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται καθημερινά από τα ΜΜΕ είναι μακρά και είναι καταρχήν θεμιτή. Ωστόσο, σε μία περίοδο που η πανδημία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «όχημα» για τον εκτροχιασμό δημοκρατικών αξιών και η χρήση προπαγανδιστικών τεχνικών μπορεί να καταστεί αθέμιτη, η επαγρύπνηση της κριτικής μας σκέψης -ειδοποιό χαρακτηριστικό της έννοιας του «πολίτη πέρα από το γράμμα του νόμου» (civisme)- είναι μείζονος σημασίας σε αυτόν τον κρίσιμο συλλογικό αγώνα.
[1] Σύμφωνα με τον Leonard W. Doob, στο Propaganda: Its Psychology and Technique, 1935 «Η διατύπωση ενός σαφούς ορισμού της δεν είναι ούτε δυνατή, ούτε επιθυμητή.».
[2] Προς τη συνέχιση αντιμετώπισης της προπαγάνδας ως μίας ουδέτερης έννοιας υπερθεματίζουν και νεότεροι θεωρητικοί όπως ο Terence H. Qualter, όπου στο «Propaganda and Psychological Warfare Random House», 1962, αναφέρει ότι πρέπει να εξετάζουμε την προπαγάνδα «ως ουδέτερη έννοια, που περιγράφει μια δραστηριότητα, η οποία μπορεί να κατευθυνθεί προς το καλό ή το κακό».
[3] “A chronology and glossary of propaganda in the United States”, 1996, Westport, Conn. And LondonQ Greenwood Press, 1996
[4] Άλλες γνώμες-ορισμοί που έχουν δοθεί από επιφανείς άνδρες για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της προπαγάνδας, είναι ενδεικτικά οι ακόλουθοι: Ν. Τσόμσκι, «Η προπαγάνδα είναι η βία της Δημοκρατίας»., Τον Τζ. Όργουελ «Όλη η προπαγάνδα είναι ψέματα, ακόμα κι όταν λέει την αλήθεια.», Χ. Κάσπερ «Προπαγάνδα: η τέχνη να φωτογραφίσεις τον διάβολο χωρίς οπλές και κέρατα», Ου. Όντεν «Η προπαγάνδα είναι ένας μονόλογος που αναζητάει όχι απάντηση, αλλά ηχώ», R.S. Lambert, είναι «ένα όργανο μάχης ή πολέμου, που χρησιμοποιείται στις ιδεολογικές, οικονομικές και πραγματικές συγκρούσεις».
[5] Το πιο γνωστό ίσως επίτευγμα του συγκεκριμένου προπαγανδιστή ήταν ότι συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση του τσιγάρου στις γυναίκες. Σε μια εποχή κατά την οποία το κάπνισμα θεωρούταν «πρόστυχη» συνήθεια για μια γυναίκα, καθώς στη συνείδηση του κόσμου είχε συνδεθεί με το κακόφημο κόσμο των καμπαρέ, ο Bernays διοργάνωσε την καμπάνια του αξιοποιώντας τη ψυχαναλυτική θεωρία του θείου του, παρουσιάζοντας το τσιγάρο ως σύμβολο απελευθέρωσης από την ανδρική εξουσία. Το τσιγάρο έγινε πολύ σύντομα το σύμβολο της απελευθερωμένης και δυναμικής γυναίκας.
[6] Βλ. κατωτέρω υπό 11.
[7] Βλ. Κατωτέρω υπό 9.
[8] red herring. Την τεχνική αυτή που κατονόμασε και εφάρμοσε πρώτος στη φιλμική αφήγηση ο Χίτσκοκ
[9] Βλ. Gustave Le Bon, «Ψυχολογία των Μαζών», σελ. 116 επ. όπου αναλύει την έννοια του κύρους κάνοντας αναφορά στον Πασκάλ ο οποίος είχε επισημάνει πολύ ορθά την ανάγκη που έχουν οι δικαστές από μανδύες και περούκες. Δίχως αυτές θα έχαναν ένα μεγάλο μέρος του κύρους τους. Ο πιο θηριώδης σοσιαλιστής συγκινείται στη θέα ενός πρίγκηπα ή ενός μαρκησίου.
[10] Ο πρώτος φιλόσοφος ο οποίος μελέτησε τα Ad hominem σφάλματα ήταν ο Αριστοτέλης στο έργο του Σοφιστικοί Έλεγχοι.
[11] Ν. Στασινόπουλος και Αικ. Παπαδοπούλου, «Θεωρία της Επικοινωνίας», εκπαιδευτικό υλικό του Τμήματος Δημοσιογραφίας των ΙΕΚ-ΑΚΜΗ.
[12] Όμοιως.